… ένας διάλογος από το βιβλίο του Σπύρου Μουσελίμη:
«αρχαιότητες της Θεσπρωτίας».
Ήταν Θερτής μήνας. Μεσημέρι. Φιλοξενούμενοι ο υποφαινόμενος (Σπ. Μουσελίμης) με τον επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων της περιφέρειας στο σπίτι κάποιου φιλόξενου νοικοκύρη σε χωριό της Λάκκας Σουλίου.
Εκεί που τρώγαμε, στον ίσκιο του μεγάλου πριναριού της αυλής, αυγά τηγανισμένα με τυρί, το συνηθισμένο πρόχειρο φαγητό των χωρικών, να σου κι έρχεται ο γιος του οικοδεσπότη, παλικάρι δεκάξι δεκαεφτά χρονών.
Ο επιθεωρητής ρωτάει τον οικοδεσπότη, με τον οποίο συντρώγαμε, για το παλικάρι.
- Παιδί μου είναι, απαντάει. Πηγαίνει στο γυμνάσιο. Είναι στην τρίτη τάξη. (Τα γυμνάσια τότες είχαν τέσσερις τάξεις. Προηγούνταν τα σχολαρχεία με τρεις τάξεις.)
-Επειδή το γυμνάσιο τούτες τις μέρες, συνέχισε ο σπιτονοικοκύρης, πήγε εκδρομή στην Κέρκυρα, ο γιος μου δε θέλησε να πάει κι ήρθε στο σπίτι.
-Γιατί δεν ακολούθησες τους άλλους μαθητές, στρέφεται προς το νέο ο επιθεωρητής, δε σου αρέσουν οι εκδρομές;
-Ουχ! απαντάει περιφρονητικά ο νέος, όποτε θέλω καβαλάω το μουλάρι του πατέρα και πάω.
Αυτό ήταν όλο. Είχε βγάλει το δημοτικό, το σχολαρχείο και μ’ ένα χρόνο τελείωνε και το γυμνάσιο και δεν ήξερε, δεν είχε μάθει ακόμα πως η Κέρκυρα, στην προσκεφαλή της Θεσπρωτίας, περιβάλλεται από θάλασσα. Είναι νησί.
-Ορίστε! Αποτείνεται θυμωμένα προς εμένα ο επιθεωρητής, διδάσκετε τα παιδιά για τα Ιμαλάια και τα στέλνετε «μουλάρια» καβάλα στα μουλάρια στην Κέρκυρα.
Ορθότατη η παρατήρηση του επιθεωρητή και δίκαιη η αγανάκτησή του. Διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία τις ξένες χώρες και δεν ξέρουν τι είναι πίσω από τη ράχη του χωριού τους…